επίμοχθος

επίμοχθος
[эпимохтос] επ тяжелый, трудный.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επίμοχθος" в других словарях:

  • ἐπίμοχθος — toilsome masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει …   Dictionary of Greek

  • επίμοχθος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με μόχθο, επίμονος, κοπιαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμόχθως — ἐπίμοχθος toilsome adverbial ἐπίμοχθος toilsome masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίμοχθον — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem acc sg ἐπίμοχθος toilsome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόχθου — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόχθους — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόχθων — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόχθῳ — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίμοχθα — ἐπίμοχθος toilsome neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίμοχθοι — ἐπίμοχθος toilsome masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»